Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Πουτάνα (Ορισμος)

Πουτάνα, η. (Homo Putanus). Δημοτική προσφώνηση ανθρωπίνου είδους Homo που συντροφεύει σποραδικά τους Homo Sapiens. Κατά κάποιους είναι τα μοναδικά ζωντανά πλάσματα με τα οποία οι άντρες μπορούν να έχουν σοβαρές σχέσεις.

Homo Putanus των σπηλαίων (National Geographic)
Ουδέτερο: το Πούτανο, Πουτανίδιο, Μπουτανίδιο, Μπορνίδιο, Τσόλι. Αρσενικό: Μπούτανος, Πουτανιστής, Ιερόδουλος. Κίνημα: Πουτανισμός. Προφέρεται "ποϊτάνα" και "ποητάνα" για όσους έχουν πρόβλημα να τοποθετήσουν τα κουρδουμπούλια πάνω σε ι. Στα χημικά στοιχεία αναφέρεται ως ένα από τα αρχαιότερα στοιχεία της Γης με σύμβολο Pu και ατομικό αριθμό 94.

[γυναίκα που ασκεί πορνεία]
πόρνη
αγοραία γυναίκα (φράση / έκφραση ν.ε.)
πουτάνα
όργανο / σκεύος ηδονής
ιερόδουλη
ιερόδουλος
ιέρεια της Αφροδίτης / του έρωτα (φράση / έκφραση ν.ε.)
κοινή γυναίκα
κοινή
παλιογυναίκα
πρόστυχη
κοκότα
κούρβα
τροτέζα
[χαρακτηρισμός πολύ ανήθικης γυναίκας]
καραπουτάνα
καραπουτανάρα
πουτανάρα
[φθηνή πόρνη του δρόμου, που δεν διαθέτει δωμάτιο και κρεβάτιαλλά εκδίδεται στο ύπαιθρο]
χαμούρα
καλντεριμιτζού
(γυναίκα) του δρόμου / του πεζοδρομίου (φράση / έκφραση ν.ε.)
(γυναίκα) ελαφρών / ελευθερίων ηθών (φράση / έκφραση ν.ε.)
πεταλούδα της νύχτας
[η ιερόδουλος που ασκεί το επάγγελμά της εν γνώσει και υπό την εποπτεία των αστυνομικών αρχών]
δηλωμένη
[πόρνη που πηγαίνει στο σπίτι του πελάτη]
βιζιτού
βιζιτατζού
[πόρνη μεγάλης ηλικίας]
φακλάνα
[πόρνη (επιτατικά), ή πολλές πόρνες μαζί]
πουταναριό
[πόρνη που επισκέπτεται τους πελάτες κατ' οίκον ύστερα από τηλεφωνική συνεννόηση]
κολγκέρλ
κολ γκερλ
[γυναίκα ελευθερίων ηθών που αντικαθιστά ιερόδουλη σε οίκο ανοχής,
 όταν η τελευταία έχει ρεπό]
ρεπατζού
 Πηγή  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου